- Ἀλεξανδρέα
- Ἀλεξανδρέᾱ , Ἀλεξανδρεύςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλεξανδρέας — Ἀλεξανδρέᾱς , Ἀλεξανδρεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
επιπεδομετρία — Κλάδος της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες του επιπέδου σχημάτων. Οι βάσεις της ε. βρίσκονται στο περίφημο έργο του Ευκλείδη του Αλεξανδρέα, που γράφτηκε γύρω στο 300 π.Χ. και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για τη συστηματική διάταξη… … Dictionary of Greek
πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
ύδραυλις — η / ὕδραυλις, αύλεως, ΝΑ μουσ. μουσικό όργανο τής αρχαιότητας με πολλούς αυλούς που εφευρέθηκε από τον Κτησίβιο τον Αλεξανδρέα, το 200 περίπου π.Χ., και στο οποίο η πίεση τού νερού προκαλούσε το ρεύμα αέρα που παρήγε τους ήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αγρηνόν ή άγρηνον — Δικτυωτό μάλλινο ένδυμα που φοριόταν πάνω από την εσθήτα που περιέβαλλε όλο το σώμα. Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο το φορούσαν οι υποκριτές και ιδιαίτερα οι μάντεις. Κατά τον Ησύχιο τον Αλεξανδρέα, το α. φοριόταν από τους συνοδούς του Διόνυσου (τους … Dictionary of Greek
Αδαμίτες ή Αδαμιανοί ή Αδαμιστές — Αιρετικοί που σε διάφορες περιόδους της ιστορίας υποστήριξαν την επιστροφή στην υπέρτατη απλότητα και αθωότητα που χαρακτήριζαν τον Αδάμ, πριν από την πτώση του στην αμαρτία. Η πρώτη από τις αιρέσεις αυτές, σύμφωνα με πληροφορία του αγίου… … Dictionary of Greek
Βαάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βυζαντινός στρατηγός (7ος αι. μ.Χ.). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών (618) και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε εναντίον των Αράβων. Πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον τους και τελικά… … Dictionary of Greek
Διογενειανός — (1ος 2ος αι. μ.Χ.). Γραμματικός. Καταγόταν από την Ηράκλεια του Πόντου και άκμασε επί αυτοκράτορα Αδριανού (76 138 μ.Χ.). Έγραψε ένα πεντάτομο λεξικό με τον τίτλο Λέξις παντοδαπή κατά στοιχείον, στο οποίο περιέλαβε τις επιτομές συγγραμμάτων άλλων … Dictionary of Greek